-
1 κάθοδος
A descent, esp. of Demeter, Plu.2.378e; represented in mysteries, Herod.1.56; and so of a procession,ἥρωος κ. Call.Aet.1.1.26
: generally, going down,τῶν ἐδεστῶν ἐν τῇ κ. ἡ ἡδονή Arist.PA 690b30
, cf. Luc.Nec.2; way down, Id.DMort.27.1; of planets, declination, Simp.in Cael.510.29.2 ἡ κ. ἡ ἐπὶ θάλασσαν, = κατάβασις, Arr.An.1.2.4.II coming back, return, E.HF19, Th.3.114; esp. of an exile to his country, Hdt.1.60,61, al., Th.3.85,5.16, etc.;κ. καὶ ἄδεια Id.8.81
.III cycle, recurrence, χιλίων ἐτῶν κ. a thousand years twice told, in pl., LXXEc.6.6, cf. Phot.; also τρεῖς καθόδους three times, LXX 3 Ki.9.25, cf. Aq.Ex.34.24, al.; twice over,Alex.Trall.
1.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάθοδος
См. также в других словарях:
ηλεκτροχημεία — Το τμήμα της χημείας (ή ακριβέστερα της φυσικοχημείας) που αφορά τη χημική και ηλεκτρική συμπεριφορά των ηλεκτρολυτικών διαλυμάτων (βλ. λ. ηλεκτρόλυση). Πιο γενικά, στον όρο η. συμπεριλαμβάνονται όλες οι αντιδράσεις μεταξύ χημικής και ηλεκτρικής… … Dictionary of Greek
αλεξίπτωτο — Συσκευή που αποσκοπεί στον περιορισμό της ταχύτητας πτώσης ενός σώματος μέσα στην ατμόσφαιρα. Επειδή η λειτουργία του βασίζεται στην εκμετάλλευση της αντίστασης του αέρα, το α. μπορεί να θεωρηθεί ένα είδος αεροδυναμικού φρένου. Πρώτος ο Λεονάρντο … Dictionary of Greek